- αυλαρχία
- η1. το αξίωμα του αυλάρχη2. ο χρόνος κατά τον οποίο διετέλεσε κανείς αυλάρχης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐλαρχίας — αὐλαρχίᾱς , αὐλαρχία chief of the court fem acc pl αὐλαρχίᾱς , αὐλαρχία chief of the court fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)